αθειάφιστος

αθειάφιστος
-η, -ο [θειαφίζω]
αυτός που δεν θειαφίστηκε, που δεν πασπαλίστηκε με θειάφι (συνήθως για τα κλήματα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αθειάφιστος — η, ο αυτός που δε ραντίστηκε, δεν απολυμάνθηκε με θειάφι: Δεν πρέπει να μείνει το αμπέλι αθειάφιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”